- Καισαριανοί
- Καισαριανοίplay the Caesarmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καισαριανῶν — Καισαριανοί play the Caesar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καισαριανός — καισαριανός, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ καισαριανοί οι οπαδοί, οι άνθρωποι τού Καίσαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. caesarianus (< caesar «καίσαρ»)] … Dictionary of Greek